1. Λέξη
    σηκώσω (ρήμα) - (παρόμοια: σηκώσεις - σηκώνω)
  2. Συνώνυμα
    • ανυψώνω
    • υψώνω
    • σηκώνω
    3
  3. Αντώνυμα
    • κατεβάζω
    • χαμηλώνω
    2
  4. Ορισμός
    • Να κάνω κάτι να ανέβει σε υψηλότερο επίπεδο ή θέση.
    • Να αυξάνω την ποσότητα, την ένταση ή την ποιότητα κάτι.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Σήκωσε το βιβλίο από το πάτωμα.
    • Η κυβέρνηση σήκωσε τους φόρους.
    2