Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
σημαδούρα (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
σημαδεύω
)
Συνώνυμα
σχοινί
κορδόνι
λιαστρίνα
3
Αντώνυμα
0
Ορισμός
Μακρύ και λεπτό σχοινί, συνήθως από φυσικό υλικό όπως λινό ή καννάβι, που χρησιμοποιείται για δέσιμο ή κράτημα αντικειμένων.
Στο παραδοσιακό ελληνικό πανί, η σημαδούρα αναφέρεται στα σχοινιά που χρησιμοποιούνται για τον έλεγχο των πανιών.
2
Παραδείγματα
Χρησιμοποίησε μια σημαδούρα για να δέσει τα κλαδιά που έκοψε.
Οι ναυτικοί τράβηξαν τις σημαδούρες για να ανεβάσουν τα πανιά.
2