1. Λέξη
    σημαδούρα (ουσιαστικό) - (παρόμοια: σημαδεύω)
  2. Συνώνυμα
    • σχοινί
    • κορδόνι
    • λιαστρίνα
    3
  3. Αντώνυμα
    0
  4. Ορισμός
    • Μακρύ και λεπτό σχοινί, συνήθως από φυσικό υλικό όπως λινό ή καννάβι, που χρησιμοποιείται για δέσιμο ή κράτημα αντικειμένων.
    • Στο παραδοσιακό ελληνικό πανί, η σημαδούρα αναφέρεται στα σχοινιά που χρησιμοποιούνται για τον έλεγχο των πανιών.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Χρησιμοποίησε μια σημαδούρα για να δέσει τα κλαδιά που έκοψε.
    • Οι ναυτικοί τράβηξαν τις σημαδούρες για να ανεβάσουν τα πανιά.
    2