Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
σημαδεύω (ρήμα) - (παρόμοια:
σημαδεμένος
-
σημαδούρα
)
Συνώνυμα
στόχευω
καταδικάζω
επισημαίνω
3
Αντώνυμα
αγνοώ
αποφεύγω
παραβλέπω
3
Ορισμός
Να κάνω κάποιον ή κάτι στόχο κριτικής ή επίθεσης.
Να επισημάνω ή να σημειώσω κάτι για ιδιαίτερη προσοχή.
2
Παραδείγματα
Ο δημοσιογράφος σημάδεψε την κυβέρνηση για τη διαφθορά.
Σημάδεψε τις σημαντικές παραγράφους στο κείμενο για να τις θυμάσαι.
2