1. Λέξη
    σημαδεύω (ρήμα) - (παρόμοια: σημαδεμένος - σημαδούρα)
  2. Συνώνυμα
    • στόχευω
    • καταδικάζω
    • επισημαίνω
    3
  3. Αντώνυμα
    • αγνοώ
    • αποφεύγω
    • παραβλέπω
    3
  4. Ορισμός
    • Να κάνω κάποιον ή κάτι στόχο κριτικής ή επίθεσης.
    • Να επισημάνω ή να σημειώσω κάτι για ιδιαίτερη προσοχή.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο δημοσιογράφος σημάδεψε την κυβέρνηση για τη διαφθορά.
    • Σημάδεψε τις σημαντικές παραγράφους στο κείμενο για να τις θυμάσαι.
    2