Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
σιχαμερός (επίθετο) - (παρόμοια:
σιχαμερή
)
Συνώνυμα
αηδιαστικός
σιχαμερός
απαίσιος
3
Αντώνυμα
ευχάριστος
ομορφος
απολαυστικός
3
Ορισμός
Που προκαλεί αίσθηση αηδίας ή αποστροφής.
Που χαρακτηρίζεται από ασχήμια ή αηδιαστική εμφάνιση.
2
Παραδείγματα
Ο σιχαμερός ο καιρός μας έκανε να μείνουμε σπίτι.
Η σιχαμερή συμπεριφορά του μας έκανε να νιώσουμε άσχημα.
2