1. Λέξη
    σιχαμερός (επίθετο) - (παρόμοια: σιχαμερή)
  2. Συνώνυμα
    • αηδιαστικός
    • σιχαμερός
    • απαίσιος
    3
  3. Αντώνυμα
    • ευχάριστος
    • ομορφος
    • απολαυστικός
    3
  4. Ορισμός
    • Που προκαλεί αίσθηση αηδίας ή αποστροφής.
    • Που χαρακτηρίζεται από ασχήμια ή αηδιαστική εμφάνιση.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο σιχαμερός ο καιρός μας έκανε να μείνουμε σπίτι.
    • Η σιχαμερή συμπεριφορά του μας έκανε να νιώσουμε άσχημα.
    2