Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
σιχαμερή (επίθετο) - (παρόμοια:
σιχαμερός
-
σιχαμένος
)
Συνώνυμα
αηδιαστική
σιχαμερή
απαίσια
αηδιαστικό
4
Αντώνυμα
ευχάριστη
ομορφη
απολαυστική
ευάρεστη
4
Ορισμός
Που προκαλεί αηδία ή αποστροφή.
Που είναι εξαιρετικά δυσάρεστο ή απαίσιο.
2
Παραδείγματα
Η σιχαμερή μυρωδιά από τα σκουπίδια με έκανε να νιώθω άσχημα.
Έκανε μια σιχαμερή πράξη που δεν μπορούσα να την ξεχάσω.
2