1. Λέξη
    σιχαμερή (επίθετο) - (παρόμοια: σιχαμερός - σιχαμένος)
  2. Συνώνυμα
    • αηδιαστική
    • σιχαμερή
    • απαίσια
    • αηδιαστικό
    4
  3. Αντώνυμα
    • ευχάριστη
    • ομορφη
    • απολαυστική
    • ευάρεστη
    4
  4. Ορισμός
    • Που προκαλεί αηδία ή αποστροφή.
    • Που είναι εξαιρετικά δυσάρεστο ή απαίσιο.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η σιχαμερή μυρωδιά από τα σκουπίδια με έκανε να νιώθω άσχημα.
    • Έκανε μια σιχαμερή πράξη που δεν μπορούσα να την ξεχάσω.
    2