Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
σκάζω (ρήμα) - (παρόμοια:
σκεπάζω
-
σκάω
)
Συνώνυμα
κουράζομαι
εξαντλούμαι
κλαίγομαι
3
Αντώνυμα
δυναμώνω
ενδυναμώνομαι
ανακτώ δυνάμεις
3
Ορισμός
Νιώθω μεγάλη κούραση ή εξάντληση.
Δυσκολεύομαι να συνεχίσω λόγω κόπωσης ή δυσκολίας.
Παθαίνω κάποιο πρόβλημα ή δυσλειτουργία.
3
Παραδείγματα
Μετά από μια μακριά μέρα δουλειάς, σκάζω και θέλω μόνο να ξεκουραστώ.
Το αυτοκίνητό μου σκάζει όταν ανεβαίνουμε στο βουνό.
Αν συνεχίσεις να δουλεύεις τόσο σκληρά, θα σκάσεις.
3