1. Λέξη
    σκάζω (ρήμα) - (παρόμοια: σκεπάζω - σκάω)
  2. Συνώνυμα
    • κουράζομαι
    • εξαντλούμαι
    • κλαίγομαι
    3
  3. Αντώνυμα
    • δυναμώνω
    • ενδυναμώνομαι
    • ανακτώ δυνάμεις
    3
  4. Ορισμός
    • Νιώθω μεγάλη κούραση ή εξάντληση.
    • Δυσκολεύομαι να συνεχίσω λόγω κόπωσης ή δυσκολίας.
    • Παθαίνω κάποιο πρόβλημα ή δυσλειτουργία.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Μετά από μια μακριά μέρα δουλειάς, σκάζω και θέλω μόνο να ξεκουραστώ.
    • Το αυτοκίνητό μου σκάζει όταν ανεβαίνουμε στο βουνό.
    • Αν συνεχίσεις να δουλεύεις τόσο σκληρά, θα σκάσεις.
    3