Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
σκεπάζω (ρήμα) - (παρόμοια:
ξεσκεπάζω
-
σπάζω
-
σκεπή
-
σκάζω
)
Συνώνυμα
καλύπτω
κρύβω
περιβάλλω
3
Αντώνυμα
αποκαλύπτω
ξεσκεπάζω
απογυμνώνω
3
Ορισμός
Καλύπτω κάτι με κάποιο υλικό για να το προστατεύσω ή να το κρύψω.
Επικαλύπτω μια επιφάνεια με στρώμα υλικού.
Μεταφορικά, κρύβω ή αποκρύπτω κάτι.
3
Παραδείγματα
Σκεπάζω το αυτοκίνητο με μουσαμά για να το προστατεύσω από τη βροχή.
Οι σκέπες σκεπάζουν τους πεζούς από τον ήλιο.
Με τις δικαιολογίες του, προσπάθησε να σκεπάσει τα λάθη του.
3