1. Λέξη
    σκεπάζω (ρήμα) - (παρόμοια: ξεσκεπάζω - σπάζω - σκεπή - σκάζω)
  2. Συνώνυμα
    • καλύπτω
    • κρύβω
    • περιβάλλω
    3
  3. Αντώνυμα
    • αποκαλύπτω
    • ξεσκεπάζω
    • απογυμνώνω
    3
  4. Ορισμός
    • Καλύπτω κάτι με κάποιο υλικό για να το προστατεύσω ή να το κρύψω.
    • Επικαλύπτω μια επιφάνεια με στρώμα υλικού.
    • Μεταφορικά, κρύβω ή αποκρύπτω κάτι.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Σκεπάζω το αυτοκίνητο με μουσαμά για να το προστατεύσω από τη βροχή.
    • Οι σκέπες σκεπάζουν τους πεζούς από τον ήλιο.
    • Με τις δικαιολογίες του, προσπάθησε να σκεπάσει τα λάθη του.
    3