1. Λέξη
    σκάψιμο (ουσιαστικό) - (παρόμοια: κάψιμο - σκάψω - ράψιμο - βάψιμο)
  2. Συνώνυμα
    • σκαλίσματα
    • ανασκαφή
    • ξέσκαψιμο
    3
  3. Αντώνυμα
    • γέμισμα
    • καλύψιμο
    • στρώσιμο
    3
  4. Ορισμός
    • Η ενέργεια του σκάβω, δηλαδή η αφαίρεση γης ή άλλου υλικού από έναν χώρο.
    • Η διαδικασία δημιουργίας μιας τρύπας ή μιας κοιλότητας στο έδαφος.
    • Στην αρχαιολογία, η μέθοδος εξέτασης και αποκάλυψης αρχαίων καταλοίπων.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Το σκάψιμο του κήπου πήρε πολλές ώρες.
    • Οι αρχαιολόγοι ξεκίνησαν το σκάψιμο για να βρουν τα ερείπια της αρχαίας πόλης.
    • Μετά το σκάψιμο, βρέθηκε ένας θησαυρός κάτω από το σπίτι.
    3