Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
σκάψω (ρήμα) - (παρόμοια:
σκάψιμο
-
κάψω
-
σκάω
)
Συνώνυμα
σκαλίζω
ανασκάπτω
θαψιδιάζω
3
Αντώνυμα
γεμίζω
καλύπτω
επικαλύπτω
3
Ορισμός
Ανοίγω το έδαφος με φτυάρι ή άλλο εργαλείο.
Εξορύσσω ή μετακινώ χώμα ή άλλο υλικό από το έδαφος.
Ψάχνω ενδελεχώς ή διερευνώ κάτι.
3
Παραδείγματα
Θα σκάψω ένα λάκκο για να φυτέψω το δέντρο.
Οι αρχαιολόγοι σκάψαν το σημείο για να βρουν ευρήματα.
Πρέπει να σκάψουμε περισσότερο για να ανακαλύψουμε την αλήθεια.
3