1. Λέξη
    σκεπή (ουσιαστικό) - (παρόμοια: σκεπάζω)
  2. Συνώνυμα
    • στέγη
    • κάλυμμα
    • σκέπασμα
    • επικάλυψη
    4
  3. Αντώνυμα
    • ανοικτός
    • εκτεθειμένος
    2
  4. Ορισμός
    • Κάτι που καλύπτει ή προστατεύει από τα καιρικά φαινόμενα ή άλλες εξωτερικές επιδράσεις.
    • Η επάνω κατασκευή ενός κτιρίου που το κλείνει και το προστατεύει.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η σκεπή του σπιτιού ήταν φτιαγμένη από κεραμίδια.
    • Χρειαζόμαστε μια σκεπή για να προστατευτούμε από τη βροχή.
    2