Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
σκεπή (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
σκεπάζω
)
Συνώνυμα
στέγη
κάλυμμα
σκέπασμα
επικάλυψη
4
Αντώνυμα
ανοικτός
εκτεθειμένος
2
Ορισμός
Κάτι που καλύπτει ή προστατεύει από τα καιρικά φαινόμενα ή άλλες εξωτερικές επιδράσεις.
Η επάνω κατασκευή ενός κτιρίου που το κλείνει και το προστατεύει.
2
Παραδείγματα
Η σκεπή του σπιτιού ήταν φτιαγμένη από κεραμίδια.
Χρειαζόμαστε μια σκεπή για να προστατευτούμε από τη βροχή.
2