Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
σκι (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
σκιά
-
σκάκι
)
Συνώνυμα
χιονοδρομία
χιονοδρομικό
2
Αντώνυμα
0
Ορισμός
Ένα αθλητικό εργαλείο που χρησιμοποιείται για την ολίσθηση πάνω στο χιόνι.
Ένας χειμερινός αθλητισμός που περιλαμβάνει την ολίσθηση σε χιονισμένες πλαγιές.
2
Παραδείγματα
Το σκι είναι ένας δημοφιλής χειμερινός αθλητισμός.
Αγόρασα ένα νέο ζευγάρι σκι για τις διακοπές μου στο βουνό.
2