Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
σκιά (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
σκι
-
σκιάχτρο
-
συκιά
)
Συνώνυμα
ιχνηλάτημα
αποτύπωμα
αχτίδα
3
Αντώνυμα
φως
λάμψη
φωτεινότητα
3
Ορισμός
Η περιοχή που σχηματίζεται όταν ένα αντικείμενο εμποδίζει το φως να περάσει, δημιουργώντας μια σκοτεινή περιοχή.
Μεταφορικά, η επίδραση ή η παρουσία κάποιου που δεν είναι φυσικά παρών.
2
Παραδείγματα
Η σκιά του δέντρου μας έδωσε ανάπαυση από τον καυτό ήλιο.
Η σκιά του παρελθόντος τον ακολουθούσε παντού.
2