Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
σκοράρω (ρήμα) - (παρόμοια:
σκορ
)
Συνώνυμα
βαθμολογώ
σημειώνω
πετυχαίνω
3
Αντώνυμα
αποτυγχάνω
χάνω
2
Ορισμός
Να πετυχαίνω έναν στόχο ή να κερδίζω πόντους σε ένα παιχνίδι.
Να καταφέρνω κάτι με επιτυχία.
2
Παραδείγματα
Ο παίκτης σκόραρε δύο γκολ στο ματς.
Η ομάδα μας σκόραρε νίκη μετά από πολύ καιρό.
2