1. Λέξη
    σκορ (ουσιαστικό) - (παρόμοια: σκοράρω - σκοτ - σκορπίζω - σκορπίσω - σκορπιός)
  2. Συνώνυμα
    • βαθμολογία
    • πίνακας αποτελεσμάτων
    2
  3. Αντώνυμα
    0
  4. Ορισμός
    • Η ποσότητα ή ο αριθμός που δείχνει την κατάσταση ή την πρόοδο σε ένα παιχνίδι, διαγωνισμό ή άλλη δραστηριότητα.
    • Η καταγραφή των πόντων ή των επιτευγμάτων σε μια δραστηριότητα ή ένα γεγονός.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Το σκορ του αγώνα ήταν 2-1 υπέρ της ομάδας μας.
    • Κράτα το σκορ για να δούμε ποιος κερδίζει στο τέλος.
    2