Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
σκορ (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
σκοράρω
-
σκοτ
-
σκορπίζω
-
σκορπίσω
-
σκορπιός
)
Συνώνυμα
βαθμολογία
πίνακας αποτελεσμάτων
2
Αντώνυμα
0
Ορισμός
Η ποσότητα ή ο αριθμός που δείχνει την κατάσταση ή την πρόοδο σε ένα παιχνίδι, διαγωνισμό ή άλλη δραστηριότητα.
Η καταγραφή των πόντων ή των επιτευγμάτων σε μια δραστηριότητα ή ένα γεγονός.
2
Παραδείγματα
Το σκορ του αγώνα ήταν 2-1 υπέρ της ομάδας μας.
Κράτα το σκορ για να δούμε ποιος κερδίζει στο τέλος.
2