1. Λέξη
    σκοτεινά (επίρρημα) - (παρόμοια: σκοτεινή - σκοτεινός - σκοτεινιάζω - σκοτ)
  2. Συνώνυμα
    • σκοτάδι
    • σκοτεινότητα
    • αδιαφάνεια
    3
  3. Αντώνυμα
    • φωτεινά
    • λαμπρά
    • φωτεινότητα
    3
  4. Ορισμός
    • Με τρόπο που χαρακτηρίζεται από έλλειψη φωτός ή σαφήνειας.
    • Με τρόπο που δηλώνει ασάφεια ή δυσκολία στην κατανόηση.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Το δωμάτιο ήταν φωτισμένο σκοτεινά, δημιουργώντας μια μυστηριώδη ατμόσφαιρα.
    • Οι πληροφορίες παρουσιάστηκαν σκοτεινά, χωρίς να είναι ξεκάθαρες οι λεπτομέρειες.
    2