1. Λέξη
    σκοτεινιάζω (ρήμα) - (παρόμοια: σκοτεινά - σκοτεινή - σκοτεινός - σκουριάζω)
  2. Συνώνυμα
    • σκοτώνω
    • σκοτεινιάζω
    • μαυρίζω
    3
  3. Αντώνυμα
    • φωτίζω
    • φωταυγάζω
    • λαμπρίζω
    3
  4. Ορισμός
    • Κάνω κάτι σκοτεινό ή λιγότερο φωτεινό.
    • Χάνω τη λάμψη ή τη φωτεινότητα μου.
    • Γίνομαι σκοτεινός ή λιγότερο φωτεινός.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Ο ουρανός σκοτεινιάζει όταν έρχεται η νύχτα.
    • Τα μάτια της σκοτεινιάζουν από τη θλίψη.
    • Οι δρόμοι σκοτεινιάζουν χωρίς φώτα.
    3