Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
σκοτεινιάζω (ρήμα) - (παρόμοια:
σκοτεινά
-
σκοτεινή
-
σκοτεινός
-
σκουριάζω
)
Συνώνυμα
σκοτώνω
σκοτεινιάζω
μαυρίζω
3
Αντώνυμα
φωτίζω
φωταυγάζω
λαμπρίζω
3
Ορισμός
Κάνω κάτι σκοτεινό ή λιγότερο φωτεινό.
Χάνω τη λάμψη ή τη φωτεινότητα μου.
Γίνομαι σκοτεινός ή λιγότερο φωτεινός.
3
Παραδείγματα
Ο ουρανός σκοτεινιάζει όταν έρχεται η νύχτα.
Τα μάτια της σκοτεινιάζουν από τη θλίψη.
Οι δρόμοι σκοτεινιάζουν χωρίς φώτα.
3