Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
σκοτωθώ (ρήμα) - (παρόμοια:
σκοτωθεί
-
σκοτ
-
σκοτωμός
-
αλληλοσκοτωθώ
-
σκοτία
)
Συνώνυμα
πεθαίνω
χάνω τη ζωή μου
αφαιρούμαι
3
Αντώνυμα
ζω
επιβιώνω
διασώζομαι
3
Ορισμός
Να χάσω τη ζωή μου, να πεθάνω.
Να υποστώ θανάσιμη βλάβη ή τραυματισμό.
Να εξοντωθώ, να εξαλειφθώ.
3
Παραδείγματα
Σκοτώθηκε σε τροχαίο ατύχημα.
Πολλοί στρατιώτες σκοτώθηκαν στη μάχη.
Οι φυσικές καταστροφές μπορούν να σκοτώσουν εκατοντάδες ανθρώπους.
3