1. Λέξη
    σκοτωμός (ουσιαστικό) - (παρόμοια: σκοτωθώ - σκοτ - σκοτωθεί - σκοτεινός)
  2. Συνώνυμα
    • θάνατος
    • φόνος
    • σφαγή
    3
  3. Αντώνυμα
    • ζωή
    • γέννηση
    • επιβίωση
    3
  4. Ορισμός
    • Η πράξη του να σκοτώνεις κάποιον ή κάτι.
    • Η κατάσταση του να έχεις πεθάνει.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο σκοτωμός του ζώου έγινε για τροφή.
    • Ο σκοτωμός του ανθρώπου ήταν τραγικό γεγονός.
    2