Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
σκοτώσεις (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
σκοτώσω
-
σκοτώσουν
-
σκοτώσουμε
-
σκοτώνω
-
σκοτ
-
σηκώσεις
)
Συνώνυμα
δολοφονίες
φόνους
θανάτους
3
Αντώνυμα
ζωές
διασώσεις
προστασίες
3
Ορισμός
Η πράξη του να σκοτώνεις κάποιον ή κάτι, ιδιαίτερα με σκοπό.
Η κατάληξη της ζωής ενός οργανισμού λόγω βίαιης πράξης.
2
Παραδείγματα
Οι σκοτώσεις στο πολεμικό μέτωπο αυξάνονται καθημερινά.
Η αστυνομία ερευνά τις σκοτώσεις που συνέβησαν στο κέντρο της πόλης.
2