1. Συνώνυμα
    • δολοφονώ
    • θανατώνω
    • εκτελώ
    3
  2. Αντώνυμα
    • ζω
    • διασώζω
    • προστατεύω
    3
  3. Ορισμός
    • Να προκαλώ το θάνατο κάποιου ή κάτι με σκοπιμότητα.
    • Να καταστρέφω ή να εξοντώνω κάτι.
    2
  4. Παραδείγματα
    • Ο κυνηγός σκότωσε το ελάφι.
    • Η πυρκαγιά σκότωσε πολλά δέντρα στο δάσος.
    2