Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
σκοτώνω (ρήμα) - (παρόμοια:
σκοτώνομαι
-
σκοτώσω
-
σκατώνω
-
σκοτ
-
σκοτώσεις
-
σκοτώσουν
-
σκοτία
-
σκοτώσουμε
)
Συνώνυμα
δολοφονώ
θανατώνω
εκτελώ
3
Αντώνυμα
ζω
διασώζω
προστατεύω
3
Ορισμός
Να προκαλώ το θάνατο κάποιου ή κάτι με σκοπιμότητα.
Να καταστρέφω ή να εξοντώνω κάτι.
2
Παραδείγματα
Ο κυνηγός σκότωσε το ελάφι.
Η πυρκαγιά σκότωσε πολλά δέντρα στο δάσος.
2