Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
σκουλήκι (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
σκουλαρίκι
-
σκουφάκι
)
Συνώνυμα
παρασιτικό
σκουληκάκι
σκουληκιά
3
Αντώνυμα
φυτό
δέντρο
λουλούδι
3
Ορισμός
Ένα μικρό ζώο με μακρύ, στενό σώμα χωρίς άκρα, που ζει στο έδαφος ή σε άλλους οργανισμούς.
Συχνά αναφέρεται σε παράσιτα που προσβάλλουν ζώα ή φυτά.
2
Παραδείγματα
Το σκουλήκι έσκαψε μια τρύπα στο χώμα.
Ο γάτος έχει σκουλήκια και πρέπει να πάει στον κτηνίατρο.
2