1. Λέξη
    σκουλήκι (ουσιαστικό) - (παρόμοια: σκουλαρίκι - σκουφάκι)
  2. Συνώνυμα
    • παρασιτικό
    • σκουληκάκι
    • σκουληκιά
    3
  3. Αντώνυμα
    • φυτό
    • δέντρο
    • λουλούδι
    3
  4. Ορισμός
    • Ένα μικρό ζώο με μακρύ, στενό σώμα χωρίς άκρα, που ζει στο έδαφος ή σε άλλους οργανισμούς.
    • Συχνά αναφέρεται σε παράσιτα που προσβάλλουν ζώα ή φυτά.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Το σκουλήκι έσκαψε μια τρύπα στο χώμα.
    • Ο γάτος έχει σκουλήκια και πρέπει να πάει στον κτηνίατρο.
    2