Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
σκουφάκι (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
σκουλήκι
-
σκάκι
-
υφάκι
)
Συνώνυμα
καπέλο
σκούφος
σκούφι
3
Αντώνυμα
0
Ορισμός
Μικρό σκούφο, συνήθως από μαλακό υλικό, που φοριέται στο κεφάλι.
Είδος καπέλου χωρίς γείσο, συχνά πλεκτό.
2
Παραδείγματα
Το παιδί φορούσε ένα κόκκινο σκουφάκι το χειμώνα.
Η γιαγιά του πλέκει ένα ζεστό σκουφάκι για τον χειμώνα.
2