1. Λέξη
    σκουός (επίθετο) - (παρόμοια: σκοπός - σκουριά)
  2. Συνώνυμα
    • βρώμικος
    • ακαθάριστος
    • ατημέλητος
    3
  3. Αντώνυμα
    • καθαρός
    • νεανικός
    • απολεπισμένος
    3
  4. Ορισμός
    • Που δεν είναι καθαρός, που έχει βρωμιά.
    • Που δεν είναι ευπρεπής ή κομψός.
    • Που δεν είναι σε καλή κατάσταση, ατημέλητος.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Ο σκουός τοίχος χρειαζόταν βαφή.
    • Η σκουή εμφάνισή του τον έκανε να ξεχωρίζει.
    • Το σκουό δωμάτιο έδειχνε ότι κανείς δεν το φρόντιζε.
    3