Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
σκουός (επίθετο) - (παρόμοια:
σκοπός
-
σκουριά
)
Συνώνυμα
βρώμικος
ακαθάριστος
ατημέλητος
3
Αντώνυμα
καθαρός
νεανικός
απολεπισμένος
3
Ορισμός
Που δεν είναι καθαρός, που έχει βρωμιά.
Που δεν είναι ευπρεπής ή κομψός.
Που δεν είναι σε καλή κατάσταση, ατημέλητος.
3
Παραδείγματα
Ο σκουός τοίχος χρειαζόταν βαφή.
Η σκουή εμφάνισή του τον έκανε να ξεχωρίζει.
Το σκουό δωμάτιο έδειχνε ότι κανείς δεν το φρόντιζε.
3