Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
σκουριά (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
σκουριάζω
-
σιγουριά
-
σκουριασμένος
-
σκουός
-
σκοπιά
)
Συνώνυμα
σκουριά
κατάβρωση
οξείδωση
3
Αντώνυμα
λάμψη
καθαρότητα
ανοξείδωτη κατάσταση
3
Ορισμός
Η φθορά των μετάλλων λόγω της δράσης του οξυγόνου και της υγρασίας.
Το κόκκινο ή καφέ στρώμα που σχηματίζεται στα μέταλλα όταν σκουριάζουν.
2
Παραδείγματα
Το σίδερο άφησα έξω και τώρα έχει σκουριά.
Η σκουριά κατέστρεψε το πλαίσιο του ποδηλάτου.
2