1. Λέξη
    σκούπισμα (ουσιαστικό) - (παρόμοια: σκούπα)
  2. Συνώνυμα
    • καθάρισμα
    • σφουγγάρισμα
    • σκούπισμα
    3
  3. Αντώνυμα
    • μολύνση
    • βρώμικο
    • ακαθαρσία
    3
  4. Ορισμός
    • Η ενέργεια του σκουπίζω, δηλαδή του καθαρίζω μια επιφάνεια από σκουπίδια ή σκόνη.
    • Η διαδικασία καθαρισμού ενός χώρου με τη χρήση σκούπας ή άλλου εργαλείου.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Το σκούπισμα του δαπέδου πρέπει να γίνεται καθημερινά.
    • Μετά το πάρτι, το σκούπισμα του σαλονιού πήρε πολλή ώρα.
    2