1. Λέξη
    σκούπα (ουσιαστικό) - (παρόμοια: κούπα - σούπα - σκούπισμα - σκούφος - σκούρος)
  2. Συνώνυμα
    • καλαμάκι
    • σκουπόξυλο
    2
  3. Αντώνυμα
    0
  4. Ορισμός
    • Εργαλείο καθαρισμού που αποτελείται συνήθως από μακριά λαβή και σκληρές ή μαλακές τρίχες στη βάση, χρησιμοποιείται για τη σκούπισμα δαπέδων.
    • Συσκευή ηλεκτρική ή μηχανική που χρησιμοποιείται για την απορρόφηση σκόνης και σκουπιδιών από δάπεδα και άλλες επιφάνειες.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Χρειάζομαι τη σκούπα για να καθαρίσω το πάτωμα.
    • Η ηλεκτρική σκούπα κάνει τη δουλειά πιο γρήγορα και αποτελεσματικά.
    2