Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
σκούπα (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
κούπα
-
σούπα
-
σκούπισμα
-
σκούφος
-
σκούρος
)
Συνώνυμα
καλαμάκι
σκουπόξυλο
2
Αντώνυμα
0
Ορισμός
Εργαλείο καθαρισμού που αποτελείται συνήθως από μακριά λαβή και σκληρές ή μαλακές τρίχες στη βάση, χρησιμοποιείται για τη σκούπισμα δαπέδων.
Συσκευή ηλεκτρική ή μηχανική που χρησιμοποιείται για την απορρόφηση σκόνης και σκουπιδιών από δάπεδα και άλλες επιφάνειες.
2
Παραδείγματα
Χρειάζομαι τη σκούπα για να καθαρίσω το πάτωμα.
Η ηλεκτρική σκούπα κάνει τη δουλειά πιο γρήγορα και αποτελεσματικά.
2