Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
σκούφος (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
σκούρος
-
σκούπα
-
σκάφος
)
Συνώνυμα
καπέλο
σκούφι
σκούφι
κασκόλ
4
Αντώνυμα
0
Ορισμός
Ένα είδος μαλακού, συνήθως πλεκτού καπέλου που καλύπτει το κεφάλι.
Ένα απλό, άνετο καπέλο χωρίς γείσο.
2
Παραδείγματα
Φόρεσε ένα ζεστό σκούφο για να προστατευτεί από το κρύο.
Το σκούφο του τον έκανε να φαίνεται χαλαρός και άνετος.
2