Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
σκύλε (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
σκύλα
-
σκύλλα
-
σκύλος
)
Συνώνυμα
λεία
κλοπιμαία
λαφύρα
3
Αντώνυμα
δώρο
χάρισμα
2
Ορισμός
Αυτό που παίρνει κάποιος με τη βία ή με κλοπή, ειδικά σε πολεμικές συγκρούσεις.
Κατάκτηση ή απόσπαση κάποιου πράγματος με αθέμιτα μέσα.
2
Παραδείγματα
Οι στρατιώτες έφεραν μεγάλη σκύλα από την πολιορκία.
Η σκύλα του πολέμου περιλάμβανε πολύτιμα αντικείμενα και όπλα.
2