Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
σμπάρος (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
κουμπάρος
)
Συνώνυμα
αχρηστία
απορρίμματα
σκουπίδια
3
Αντώνυμα
πολύτιμο αντικείμενο
θησαυρός
κειμήλιο
3
Ορισμός
Αντικείμενα που δεν έχουν πλέον αξία ή χρησιμότητα και συνήθως πετιούνται.
Πράγματα χαμηλής ποιότητας ή χωρίς αξία.
2
Παραδείγματα
Ο δρόμος ήταν γεμάτος σμπάρο από το πάρτι.
Μην ασχολείσαι με τέτοιο σμπάρο, δεν αξίζει τον χρόνο σου.
2