1. Λέξη
    σμπάρος (ουσιαστικό) - (παρόμοια: κουμπάρος)
  2. Συνώνυμα
    • αχρηστία
    • απορρίμματα
    • σκουπίδια
    3
  3. Αντώνυμα
    • πολύτιμο αντικείμενο
    • θησαυρός
    • κειμήλιο
    3
  4. Ορισμός
    • Αντικείμενα που δεν έχουν πλέον αξία ή χρησιμότητα και συνήθως πετιούνται.
    • Πράγματα χαμηλής ποιότητας ή χωρίς αξία.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο δρόμος ήταν γεμάτος σμπάρο από το πάρτι.
    • Μην ασχολείσαι με τέτοιο σμπάρο, δεν αξίζει τον χρόνο σου.
    2