Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
κουμπάρος (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
κουμπάρα
-
κουμπί
-
σμπάρος
)
Συνώνυμα
αντρώνυμος
νουνός
πατέρας βαπτίσματος
3
Αντώνυμα
κουμπάρα
1
Ορισμός
Ο άντρας που αναλαμβάνει τον ρόλο του πνευματικού πατέρα σε ένα βάπτισμα.
Σε ορισμένες περιοχές, ο κουμπάρος μπορεί να αναφέρεται και στον καλύτερο φίλο του γαμπρού σε ένα γάμο.
2
Παραδείγματα
Ο κουμπάρος ήταν παρών στο βάπτισμα του μωρού.
Ο γαμπρός επέλεξε τον αδερφό του ως κουμπάρο στο γάμο του.
2