1. Λέξη
    σοκ (ουσιαστικό) - (παρόμοια: σοκάκι - σοκάρω)
  2. Συνώνυμα
    • έκπληξη
    • σύγκρουση
    • κατάπληξη
    3
  3. Αντώνυμα
    • ηρεμία
    • αταραξία
    • ψυχραιμία
    3
  4. Ορισμός
    • Μια ξαφνική και έντονη συναισθηματική ή σωματική αντίδραση σε μια απρόσμενη κατάσταση ή γεγονός.
    • Μια ιατρική κατάσταση που προκαλείται από μια σοβαρή διαταραχή στην κυκλοφορία του αίματος, που μπορεί να οδηγήσει σε απώλεια συνείδησης ή ακόμη και θάνατο.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Το νέο του προκάλεσε μεγάλο σοκ.
    • Ο ασθενής βρέθηκε σε κατάσταση σοκ μετά το ατύχημα.
    2