Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
σοκάκι (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
σκάκι
-
σοκάρω
-
σακάκι
-
σοκολατάκι
-
σοκ
-
στικάκι
)
Συνώνυμα
στενό
δρομάκι
λαβύρινθος
3
Αντώνυμα
λεωφόρος
πλατεία
ευρύχωρος δρόμος
3
Ορισμός
Στενός δρόμος, συνήθως σε παλιές συνοικίες.
Μικρό δρομάκι που συνδέει μεγαλύτερους δρόμους.
Στενό πέρασμα μεταξύ κτιρίων.
3
Παραδείγματα
Το σοκάκι αυτό είναι γεμάτο από ταβέρνες και μπαράκια.
Χάθηκα στα σοκάκια της παλιάς πόλης.
Το σοκάκι οδηγεί σε μια κρυφή πλατεία.
3