Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
σοκαριστώ (ρήμα) - (παρόμοια:
σοκαριστικός
-
σοκαρισμένος
)
Συνώνυμα
συγκλονίζομαι
εξοργίζομαι
εκπλήσσομαι
3
Αντώνυμα
αδιαφορώ
ηρεμώ
ψυχραίνομαι
3
Ορισμός
Νιώθω έντονη έκπληξη ή θυμό λόγω κάποιου γεγονότος ή πληροφορίας.
Εκφράζω έντονη αντίδραση σε κάτι απροσδόκητο ή σοκαριστικό.
2
Παραδείγματα
Σοκαρίστηκα όταν άκουσα τα νέα για το ατύχημα.
Σοκαρίστηκε με την απάντηση που του έδωσαν.
2