1. Λέξη
    σοκαριστώ (ρήμα) - (παρόμοια: σοκαριστικός - σοκαρισμένος)
  2. Συνώνυμα
    • συγκλονίζομαι
    • εξοργίζομαι
    • εκπλήσσομαι
    3
  3. Αντώνυμα
    • αδιαφορώ
    • ηρεμώ
    • ψυχραίνομαι
    3
  4. Ορισμός
    • Νιώθω έντονη έκπληξη ή θυμό λόγω κάποιου γεγονότος ή πληροφορίας.
    • Εκφράζω έντονη αντίδραση σε κάτι απροσδόκητο ή σοκαριστικό.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Σοκαρίστηκα όταν άκουσα τα νέα για το ατύχημα.
    • Σοκαρίστηκε με την απάντηση που του έδωσαν.
    2