1. Συνώνυμα
    • εκπληγμένος
    • ζαλισμένος
    • συγκλονισμένος
    3
  2. Αντώνυμα
    • ατάραχος
    • ήρεμος
    • απαθής
    3
  3. Ορισμός
    • Που έχει προκαλέσει έκπληξη ή σοκ σε κάποιον.
    • Που βρίσκεται σε κατάσταση έκπληξης ή σύγχυσης λόγω μιας απροσδόκητης κατάστασης.
    2
  4. Παραδείγματα
    • Ήταν τελείως σοκαρισμένος όταν έμαθε τα νέα.
    • Ο σοκαρισμένος άνδρας δεν μπορούσε να πιστέψει τι είδε.
    2