1. Λέξη
    σοσιαλιστής (ουσιαστικό) - (παρόμοια: ρεαλιστής - στραγγαλιστής - ασφαλιστής - ιδεαλιστής)
  2. Συνώνυμα
    • κοινωνιστής
    • αριστερός
    • προοδευτικός
    3
  3. Αντώνυμα
    • καπιταλιστής
    • συντηρητικός
    • φιλελεύθερος
    3
  4. Ορισμός
    • Οπαδός ή υποστηρικτής του σοσιαλισμού, ενός πολιτικού και οικονομικού συστήματος που προωθεί την κοινωνική ιδιοκτησία και τον δημοκρατικό έλεγχο των μέσων παραγωγής.
    • Πρόσωπο που πιστεύει στην ισότητα και τη δικαιοσύνη μέσω της κολλεκτιβιστικής οργάνωσης της κοινωνίας.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο σοσιαλιστής υποστήριζε την εθνικοποίηση των βασικών βιομηχανιών.
    • Οι σοσιαλιστές συμμετείχαν ενεργά στην εργατική κίνηση.
    2