1. Συνώνυμα
    • ασφαλιστικός πράκτορας
    • πράκτορας ασφαλίσεων
    • ασφαλιστικός αντιπρόσωπος
    3
  2. Αντώνυμα
    • ασφαλισμένος
    1
  3. Ορισμός
    • Επαγγελματίας που ασχολείται με την πώληση ασφαλιστικών προγραμμάτων και την παροχή συμβουλών σχετικά με την ασφάλεια.
    • Πρόσωπο που εκπροσωπεί μια ασφαλιστική εταιρεία και είναι υπεύθυνο για τη σύναψη ασφαλιστικών συμβολαίων.
    2
  4. Παραδείγματα
    • Ο ασφαλιστής μου με βοήθησε να επιλέξω το καλύτερο πρόγραμμα ασφάλισης για το αυτοκίνητό μου.
    • Ο ασφαλιστής επισκέφθηκε την επιχείρηση για να παρουσιάσει τα νέα ασφαλιστικά πακέτα.
    2