Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ασφαλιστής (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
ασφαλιστική
-
ασφαλιστικός
-
ασφαλής
-
ασφαλισμένος
-
ρεαλιστής
-
ιδεαλιστής
-
ασφαλώς
-
σοσιαλιστής
)
Συνώνυμα
ασφαλιστικός πράκτορας
πράκτορας ασφαλίσεων
ασφαλιστικός αντιπρόσωπος
3
Αντώνυμα
ασφαλισμένος
1
Ορισμός
Επαγγελματίας που ασχολείται με την πώληση ασφαλιστικών προγραμμάτων και την παροχή συμβουλών σχετικά με την ασφάλεια.
Πρόσωπο που εκπροσωπεί μια ασφαλιστική εταιρεία και είναι υπεύθυνο για τη σύναψη ασφαλιστικών συμβολαίων.
2
Παραδείγματα
Ο ασφαλιστής μου με βοήθησε να επιλέξω το καλύτερο πρόγραμμα ασφάλισης για το αυτοκίνητό μου.
Ο ασφαλιστής επισκέφθηκε την επιχείρηση για να παρουσιάσει τα νέα ασφαλιστικά πακέτα.
2