1. Λέξη
    σούπα (ουσιαστικό) - (παρόμοια: σκούπα)
  2. Συνώνυμα
    • κρεμός
    • ζουμί
    2
  3. Αντώνυμα
    • ξηρή τροφή
    • στερεό φαγητό
    2
  4. Ορισμός
    • Υγρό φαγητό που παρασκευάζεται συνήθως από βρασμό λαχανικών, κρέατος ή ψαριού σε νερό ή ζωμό.
    • Πιάτο που αποτελείται κυρίως από υγρό, το οποίο μπορεί να περιλαμβάνει διάφορα υλικά όπως λαχανικά, κρέας ή ζυμαρικά.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η γιαγιά έφτιαξε μια νόστιμη σούπα με κοτόπουλο και νουντλς.
    • Τρώω πάντα σούπα όταν είμαι άρρωστος γιατί με βοηθάει να νιώσω καλύτερα.
    2