Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
σούπα (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
σκούπα
)
Συνώνυμα
κρεμός
ζουμί
2
Αντώνυμα
ξηρή τροφή
στερεό φαγητό
2
Ορισμός
Υγρό φαγητό που παρασκευάζεται συνήθως από βρασμό λαχανικών, κρέατος ή ψαριού σε νερό ή ζωμό.
Πιάτο που αποτελείται κυρίως από υγρό, το οποίο μπορεί να περιλαμβάνει διάφορα υλικά όπως λαχανικά, κρέας ή ζυμαρικά.
2
Παραδείγματα
Η γιαγιά έφτιαξε μια νόστιμη σούπα με κοτόπουλο και νουντλς.
Τρώω πάντα σούπα όταν είμαι άρρωστος γιατί με βοηθάει να νιώσω καλύτερα.
2