Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
σπάσιμο (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
σπάσω
-
χάσιμο
)
Συνώνυμα
θραύση
ραγισμα
συντριβή
3
Αντώνυμα
επισκευή
ενσωμάτωση
συγκόλληση
3
Ορισμός
Η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του σπάω, δηλαδή η καταστροφή της ακεραιότητας ενός αντικειμένου.
Η διακοπή μιας διαδικασίας ή κατάστασης.
2
Παραδείγματα
Το σπάσιμο του ποτηριού προκάλεσε θόρυβο.
Το σπάσιμο της συνεργασίας οδήγησε σε δικαστικές διαφορές.
2