1. Λέξη
    σπάσιμο (ουσιαστικό) - (παρόμοια: σπάσω - χάσιμο)
  2. Συνώνυμα
    • θραύση
    • ραγισμα
    • συντριβή
    3
  3. Αντώνυμα
    • επισκευή
    • ενσωμάτωση
    • συγκόλληση
    3
  4. Ορισμός
    • Η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του σπάω, δηλαδή η καταστροφή της ακεραιότητας ενός αντικειμένου.
    • Η διακοπή μιας διαδικασίας ή κατάστασης.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Το σπάσιμο του ποτηριού προκάλεσε θόρυβο.
    • Το σπάσιμο της συνεργασίας οδήγησε σε δικαστικές διαφορές.
    2