Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
χάσιμο (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
σπάσιμο
-
πιάσιμο
-
χτίσιμο
)
Συνώνυμα
απώλεια
εξαφάνιση
καταστροφή
3
Αντώνυμα
εύρεση
ανακάλυψη
διατήρηση
3
Ορισμός
Η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του να χάνεται κάτι ή κάποιος.
Η κατάσταση κατά την οποία κάτι δεν βρίσκεται πλέον στη διάθεσή μας.
2
Παραδείγματα
Το χάσιμο των κλειδιών του ήταν συχνό φαινόμενο.
Μετά το χάσιμο της δουλειάς του, ένιωσε πολύ άσχημα.
2