1. Λέξη
    σπάω (ρήμα) - (παρόμοια: σπάζω - σπάικ - σπάσω)
  2. Συνώνυμα
    • θρυμματίζω
    • συντρίβω
    • ραγίζω
    3
  3. Αντώνυμα
    • επισκευάζω
    • συγκολλώ
    • ενώνω
    3
  4. Ορισμός
    • Να κάνω κάτι να διαλυθεί σε κομμάτια.
    • Να προκαλέσω ζημιά σε κάτι, συνήθως με βίαιη ενέργεια.
    • Να διακόψω τη συνέχεια ή την ομαλή λειτουργία κάτι.
    3
  5. Παραδείγματα
    • ΌΣπάω ένα ποτήρι κατά λάθος.
    • Οι εργάτες σπάσανε τον τοίχο για να φτιάξουν νέα πόρτα.
    • Μην σπάς τη συγκέντρωση μου όταν διαβάζω.
    3