-
-
Συνώνυμα
- θρυμματίζω
- συντρίβω
- ραγίζω
3
-
Αντώνυμα
- επισκευάζω
- συγκολλώ
- ενώνω
3
-
Ορισμός
- Να κάνω κάτι να διαλυθεί σε κομμάτια.
- Να προκαλέσω ζημιά σε κάτι, συνήθως με βίαιη ενέργεια.
- Να διακόψω τη συνέχεια ή την ομαλή λειτουργία κάτι.
3
-
Παραδείγματα
- ΌΣπάω ένα ποτήρι κατά λάθος.
- Οι εργάτες σπάσανε τον τοίχο για να φτιάξουν νέα πόρτα.
- Μην σπάς τη συγκέντρωση μου όταν διαβάζω.
3