Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
σπάζω (ρήμα) - (παρόμοια:
σκεπάζω
-
σπάω
-
σπουδάζω
)
Συνώνυμα
θρυμματίζω
συντρίβω
κομματιάζω
3
Αντώνυμα
ενώνω
επισκευάζω
συγκολλώ
3
Ορισμός
Να διαλύω κάτι σε κομμάτια με βίαιη κίνηση.
Να προκαλώ ρήξη ή διακοπή σε κάτι.
Να καταστρέφω ή να χαλάω κάτι.
3
Παραδείγματα
Ο μικρός αδελφός μου έσπασε το ποτήρι κατά λάθος.
Η ένταση μεταξύ τους έσπασε τη φιλία τους.
Οι εργάτες σπάζουν τα βράχια για να ανοίξουν δρόμο.
3