Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
σπέρμα (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
σπέρα
-
σπέρνω
)
Συνώνυμα
σπόρος
γονιμοποιητικό υλικό
γονιμοποίηση
3
Αντώνυμα
άκαρπος
στείρος
2
Ορισμός
Το βιολογικό υλικό που χρησιμοποιείται για την αναπαραγωγή των φυτών και των ζώων.
Στην ανθρώπινη ανατομία, το υγρό που περιέχει τα αρσενικά γαμέτες και είναι απαραίτητο για τη γονιμοποίηση.
2
Παραδείγματα
Το σπέρμα του δέντρου μεταφέρθηκε από τον άνεμο.
Η ποιότητα του σπέρματος είναι σημαντική για την επιτυχία της γονιμοποίησης.
2