Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
σπέρνω (ρήμα) - (παρόμοια:
σπέρα
-
σέρνω
-
σπέρμα
)
Συνώνυμα
καλλιεργώ
φυτεύω
διασπείρω
3
Αντώνυμα
μαζεύω
συλλέγω
ξεριζώνω
3
Ορισμός
να βάζω σπόρους στο έδαφος για να αναπτυχθούν φυτά
να διασπείρω κάτι σε διάφορα σημεία
να προκαλώ την εξάπλωση μιας ιδέας ή πληροφορίας
3
Παραδείγματα
Ο αγρότης σπέρνει το σιτάρι το φθινόπωρο.
Ο καλλιτέχνης σπέρνει τα χρώματα στον καμβά δημιουργώντας ένα έργο τέχνης.
Ο δάσκαλος σπέρνει τη γνώση στους μαθητές του.
3