1. Λέξη
    σπέρνω (ρήμα) - (παρόμοια: σπέρα - σέρνω - σπέρμα)
  2. Συνώνυμα
    • καλλιεργώ
    • φυτεύω
    • διασπείρω
    3
  3. Αντώνυμα
    • μαζεύω
    • συλλέγω
    • ξεριζώνω
    3
  4. Ορισμός
    • να βάζω σπόρους στο έδαφος για να αναπτυχθούν φυτά
    • να διασπείρω κάτι σε διάφορα σημεία
    • να προκαλώ την εξάπλωση μιας ιδέας ή πληροφορίας
    3
  5. Παραδείγματα
    • Ο αγρότης σπέρνει το σιτάρι το φθινόπωρο.
    • Ο καλλιτέχνης σπέρνει τα χρώματα στον καμβά δημιουργώντας ένα έργο τέχνης.
    • Ο δάσκαλος σπέρνει τη γνώση στους μαθητές του.
    3