Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
σπανάκι (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
καμπανάκι
-
βανάκι
)
Συνώνυμα
λαχανάκι
λαχανικό
χόρτα
3
Αντώνυμα
κρέας
ψάρι
γαλακτοκομικό
3
Ορισμός
Μικρό φυτό με πράσινα φύλλα, το οποίο καλλιεργείται για την κατανάλωσή του ως λαχανικό.
Το φύλλο αυτού του φυτού, το οποίο τρώγεται ωμό ή μαγειρεμένο.
2
Παραδείγματα
Το σπανάκι είναι πλούσιο σε σίδηρο και βιταμίνες.
Η σαλάτα με φρέσκο σπανάκι και ελαιόλαδο είναι πολύ υγιεινή.
2