Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
καμπανάκι (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
καζανάκι
-
καμάκι
-
καμπαναριό
-
καμπαρέ
-
σπανάκι
-
καμπ
)
Συνώνυμα
κουδούνι
κώδωνας
καμπάνα
3
Αντώνυμα
σιωπή
ησυχία
2
Ορισμός
Μικρό μεταλλικό αντικείμενο που κρέμεται και ηχεί όταν κινείται.
Σήμα ή ενδείξη που προειδοποιεί για κάτι.
2
Παραδείγματα
Το καμπανάκι του σχολείου χτυπάει κάθε πρωί για την έναρξη των μαθημάτων.
Άκουσα ένα καμπανάκι στο κεφάλι μου που μου έλεγε να μην εμπιστευτώ αυτόν τον άνθρωπο.
2