1. Λέξη
    καμπανάκι (ουσιαστικό) - (παρόμοια: καζανάκι - καμάκι - καμπαναριό - καμπαρέ - σπανάκι - καμπ)
  2. Συνώνυμα
    • κουδούνι
    • κώδωνας
    • καμπάνα
    3
  3. Αντώνυμα
    • σιωπή
    • ησυχία
    2
  4. Ορισμός
    • Μικρό μεταλλικό αντικείμενο που κρέμεται και ηχεί όταν κινείται.
    • Σήμα ή ενδείξη που προειδοποιεί για κάτι.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Το καμπανάκι του σχολείου χτυπάει κάθε πρωί για την έναρξη των μαθημάτων.
    • Άκουσα ένα καμπανάκι στο κεφάλι μου που μου έλεγε να μην εμπιστευτώ αυτόν τον άνθρωπο.
    2