Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
σπόρος (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
πόρος
)
Συνώνυμα
σπέρμα
κοκκίο
βλαστός
3
Αντώνυμα
άκαρπος
στείρος
2
Ορισμός
Το μέρος ενός φυτού που χρησιμοποιείται για την αναπαραγωγή του.
Κάτι που μπορεί να οδηγήσει στην ανάπτυξη ή τη δημιουργία κάποιου άλλου πράγματος.
2
Παραδείγματα
Ο αγρότης φύτεψε τους σπόρους για τη νέα σοδειά.
Η ιδέα του ήταν ο σπόρος για μια μεγάλη επιχείρηση.
2