Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
πόρος (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
πόρθος
-
σπόρος
-
πρωτοπόρος
-
όρος
)
Συνώνυμα
διαδρομή
οδός
στάση
3
Αντώνυμα
αδιέξοδο
τέλος
2
Ορισμός
Μια διαδρομή ή τρόπος για να φτάσει κανείς σε έναν συγκεκριμένο τόπο ή σκοπό.
Μια μέθοδος ή μέσο για την επίτευξη ενός στόχου.
2
Παραδείγματα
Ο ποταμός αποτελεί σημαντικό πάρο για τη μεταφορά αγαθών.
Η εκπαίδευση είναι ο καλύτερος πάρος για την προσωπική ανάπτυξη.
2