1. Λέξη
    πόρος (ουσιαστικό) - (παρόμοια: πόρθος - σπόρος - πρωτοπόρος - όρος)
  2. Συνώνυμα
    • διαδρομή
    • οδός
    • στάση
    3
  3. Αντώνυμα
    • αδιέξοδο
    • τέλος
    2
  4. Ορισμός
    • Μια διαδρομή ή τρόπος για να φτάσει κανείς σε έναν συγκεκριμένο τόπο ή σκοπό.
    • Μια μέθοδος ή μέσο για την επίτευξη ενός στόχου.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο ποταμός αποτελεί σημαντικό πάρο για τη μεταφορά αγαθών.
    • Η εκπαίδευση είναι ο καλύτερος πάρος για την προσωπική ανάπτυξη.
    2