Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
στέμμα (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
στρέμμα
)
Συνώνυμα
διάδημα
κορώνα
στέφανος
3
Αντώνυμα
0
Ορισμός
Μεταλλικό σύμβολο εξουσίας που φοριέται στο κεφάλι από μονάρχες.
Σύμβολο νίκης ή τιμής, όπως σε αθλητικούς αγώνες ή σε διαγωνισμούς.
2
Παραδείγματα
Ο βασιλιάς φορούσε το χρυσό στέμμα κατά την τελετή της στέψης.
Η νικήτρια του διαγωνισμού ομορφιάς έλαβε ένα στέμμα από διαμάντια.
2