1. Λέξη
    σταματάω (ρήμα) - (παρόμοια: σταματώ - σταματήσω - σταματημός)
  2. Συνώνυμα
    • παύω
    • διακόπτω
    • τερματίζω
    3
  3. Αντώνυμα
    • ξεκινάω
    • συνεχίζω
    • προχωράω
    3
  4. Ορισμός
    • Να παύω να κινούμαι ή να ενεργώ.
    • Να τερματίζω μια διαδικασία ή μια ενέργεια.
    • Να διακόπτω προσωρινά ή οριστικά μια δραστηριότητα.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Σταμάτα να τρέχεις, θα πέσεις!
    • Η βροχή σταμάτησε ξαφνικά.
    • Δεν μπορώ να σταματήσω να σκέφτομαι αυτό το πρόβλημα.
    3