Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
σταματάω (ρήμα) - (παρόμοια:
σταματώ
-
σταματήσω
-
σταματημός
)
Συνώνυμα
παύω
διακόπτω
τερματίζω
3
Αντώνυμα
ξεκινάω
συνεχίζω
προχωράω
3
Ορισμός
Να παύω να κινούμαι ή να ενεργώ.
Να τερματίζω μια διαδικασία ή μια ενέργεια.
Να διακόπτω προσωρινά ή οριστικά μια δραστηριότητα.
3
Παραδείγματα
Σταμάτα να τρέχεις, θα πέσεις!
Η βροχή σταμάτησε ξαφνικά.
Δεν μπορώ να σταματήσω να σκέφτομαι αυτό το πρόβλημα.
3