Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
σταματώ (ρήμα) - (παρόμοια:
σταματάω
-
σταματήσω
-
σταματημός
)
Συνώνυμα
παύω
διακόπτω
τερματίζω
3
Αντώνυμα
ξεκινώ
συνεχίζω
προχωρώ
3
Ορισμός
Παύω να κινούμαι ή να ενεργώ.
Τερματίζω μια διαδικασία ή μια δραστηριότητα.
2
Παραδείγματα
Σταμάτησα να τρέχω όταν ένιωσα κούραση.
Ο δάσκαλος σταμάτησε το μάθημα για να απαντήσει σε μια ερώτηση.
2