1. Λέξη
    σταματώ (ρήμα) - (παρόμοια: σταματάω - σταματήσω - σταματημός)
  2. Συνώνυμα
    • παύω
    • διακόπτω
    • τερματίζω
    3
  3. Αντώνυμα
    • ξεκινώ
    • συνεχίζω
    • προχωρώ
    3
  4. Ορισμός
    • Παύω να κινούμαι ή να ενεργώ.
    • Τερματίζω μια διαδικασία ή μια δραστηριότητα.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Σταμάτησα να τρέχω όταν ένιωσα κούραση.
    • Ο δάσκαλος σταμάτησε το μάθημα για να απαντήσει σε μια ερώτηση.
    2